- θεονήστικος
- -η, -οαυτός που πεινάει πολύ, υπερβολικά: Κάθεβράδυ γυρίζει από τη δουλειά του θεονήστικος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεονήστικος — η, ο ο εντελώς νηστικός … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
ξενηστικωμένος — η, ο εντελώς νηστικός, θεονήστικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + νηστικός] … Dictionary of Greek
πανάπαστος — πανάπαστος, ον (Α) αυτός που δεν έχει φάει τίποτε, θεονήστικος, πολύ πεινασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄπαστος «άγευστος»] … Dictionary of Greek
πασαβιόλα — η 1. η μπασαβιόλα, βαθύχορδη βιόλα 2. φρ. «παίζω πασαβιόλα» είμαι θεονήστικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bassa viola (βλ. λ. μπάσο)] … Dictionary of Greek
πεινάλας — ο, θηλ. πεινάλα (μεγεθ·) πειναλέος, λιμασμένος, θεονήστικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πείνα + μεγεθ. κατάλ. άλα, κατά τα αρσ. σε ας] … Dictionary of Greek